μαντεύσιμος

μαντεύσιμος
-η, -ο
αυτός τον οποίο μπορεί να μαντεύσει κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαντεύω (αόρ. -μάντευσ-α) + κατάλ. -ιμος (πρβλ. διαπραγματεύσ-ιμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”